- Κρητογενής
- Κρητογενής, ὁ (Α)(ως επίθ. τού Διός) ο γεννημένος την Κρήτη.[ΕΤΥΜΟΛ. < Κρήτη + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. Κυνθο-γενής, Χιο-γενής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Δικταίον άντρον — Σπήλαιο της Κρήτης, στο οποίο, σύμφωνα με τη μυθολογία, γεννήθηκε ο Δίας. Βρίσκεται στη βόρεια πλευρά της Δίκτης σε υψόμετρο 1.000 μ. και υπάγεται στον δήμο Οροπεδίου Λασιθίου. Το σπήλαιο χαρακτηρίζεται για την επιβλητική του είσοδο, τα… … Dictionary of Greek
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek
κρηταγενής — Προσωνυμία του Δία, η οποία προερχόταν από τις σχετικές με τη γέννησή του παραδόσεις. Ο Ησίοδος αναφέρει ότι ο Δίας γεννήθηκε στην Κρήτη, στο σπήλαιο της Ίδης, όπου απαγορευόταν η είσοδος γιατί θεωρείτο ιερό. Αντίθετα, στην ανατολική Κρήτη… … Dictionary of Greek